Κεντρ. & Δυτ. Μακεδονίας 5/6/2007

Σύγχρονες εξελίξεις στον ενεργειακό τομέα και επιπτώσεις στο περιβάλλον

ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΗΜΕΡΙΔΑΣ
Σάββατο 21 Απριλίου 2007

Συνεδριακό Κέντρο "Ν. Γερμανός", HELEXPO Θεσσαλονίκη

  • «Η επίδραση των ενεργειακών εξελίξεων στην ποιότητα αέρα μεγάλων Ελληνικών πόλεων», Νίκος Μουσιόπουλος, Καθηγητής ΑΠΘ, Δ/ντής Εργ. Μετάδοσης Θερμότητας & Περιβαλλοντικής Μηχανικής, Τμ. Μηχανολόγων Μηχανικών, Κοσμήτορας Πολυτεχνικής Σχολής ΑΠΘ
    Τα μεγάλα αστικά κέντρα της χώρας μας, με κύρια παραδείγματα την Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη, χαρακτηρίζονται από αυξημένα επίπεδα ατμοσφαιρικής ρύπανσης. Οι συστηματικές υπερβάσεις των οριακών τιμών διαφόρων αερίων ρύπων συνεπάγονται άμεση απειλή για την ανθρώπινη υγεία. Βασικός υπαίτιος για την ανησυχητική αυτή κατάσταση είναι ο τομέας της κυκλοφορίας, με δεδομένη και την έντονα αυξητική τάση της χρήσης του αυτοκινήτου. Συνεπώς, η μελλοντική πορεία της ποιότητας αέρα στα ελληνικά αστικά κέντρα θα επηρεαστεί πρώτιστα από παρεμβάσεις στο κυκλοφοριακό, μεταβολές στην ποιότητα των καυσίμων και εξελίξεις στην τεχνολογία κινη-τήρων. ¶ξια λόγου επίδραση αναμένεται ότι θα έχουν και οι διαφαινόμενες εξελίξεις στον ενεργειακό τομέα. Ειδικότερα, στην εργασία αυτή αναλύονται οι συνέπειες ως προς την ποιότητα αέρα από την αυξημένη αξιοποίηση ανανεώσιμων πηγών ενέργειας στην ηλεκτροπαραγωγή, την αύξηση της χρήσης του φυσικού αερίου για βιομηχανικές και οικιακές εφαρμογές, καθώς επίσης και την απελευθέρωση της χρήσης diesel σε αυτοκίνητα ΙΧ και την υιοθέτηση καθαρών τεχνολογιών στο στόλο οδικής κυκλοφορίας. Η επίδραση των προαναφερόμενων τεχνολογικών εξελίξεων στην εξέλιξη της ποιότητας αέρα εως το 2020 μελετάται με τη χρήση διαφόρων μεθόδων μαθηματικών προσομοιώσεων μέσω της υιοθέτησης δύο σεναρίων στα οποία συνυπολογίζεται η επίδραση των εξελίξεων αυτών στις συνολικές εκπομπές. Το πρώτο σενάριο συμπεριλαμβάνει όλα τα μέτρα που επιβάλλονται από την ισχύουσα νομοθεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ενώ το δεύτερο σενάριο συνεκτιμά την επίδραση των πιο προηγμένων τεχνολογικών δυνατοτήτων προς ελαχιστοποίηση των εκπομπών ρύπων. Από τα αποτελέσματα των προβλέψεων για το 2020 συνάγεται ότι η ποιότητα αέρα σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη θα βελτιωθεί μέχρι το 2020, παραμένοντας όμως ακόμα και με τις πλέον αισιόδοξες παραδοχές εκτός ορίων σε ό,τι αφορά τα εισπνεύσιμα αιωρούμενα σωματίδια.
  • «Σημερινή κατάσταση και προοπτικές της ηλιακής ενέργειας στην Ελλάδα», Νίκος Κυριάκης, Αν. Καθηγητής ΑΠΘ, Δ/ντής Εργ. Κατασκευής Συσκευών Διεργασιών, Τμ. Μηχανολόγων Μηχανικών, Πρόεδρος Ινστιτούτου Ηλιακής Τεχνικής
    Κυριότερες άμεσες χρήσης της ηλιακής ενέργειας αποτελούν αφενός τα φωτοβολταϊκά συστήματα και αφετέρου συστήματα παραγωγής ζεστού νερού (θερμικά ηλιακά). Ανάλογα με το μέγεθός τους, οι εγκαταστάσεις χαρακτηρίζονται είτε κεντρικές είτε ατομικές.
    Ο τομέας των Φ/Β απαιτεί σημαντικές επενδύσεις, που σήμερα στη χώρα επιδοτούνται ισχυρά και αυτό έχει ως αποτέλεσμα σήμερα τη ραγδαία εξάπλωσή τους.
    Τα θερμικά ηλιακά χαρακτηρίζονται ως χαμηλής (έως 80°C), μέσης (έως 250°C) και υψηλής θερμοκρασίας (>250°C).
    Στη χώρα μας τα θερμικά ηλιακά χαμηλής θερμοκρασίας παρουσιάζουν σημαντική διείσδυση στην αγορά, με αποτέλεσμα η Ελλάδα να κατέχει την τέταρτη θέση παγκοσμίως με κριτήριο την εγκατεστημένη ισχύ ανά 100,000 κατοίκους, τα τελευταία όμως χρόνια παρατηρείται στασιμότητα. Η στασιμότητα αυτή πρέπει να θεωρηθεί αποτέλεσμα της ουσιαστικά πλήρους κατάργησης οποιουδήποτε κινήτρου από την πλευρά της πολιτείας.
    Επιπρόσθετα, το υφιστάμενο νομοθετικό πλαίσιο σε κάποιες περιπτώσεις λειτουργεί ως αντικίνητρο (π.χ. ΦΠΑ 19% στα ηλιακά συστήματα έναντι 9% στο ηλεκτρικό ρεύμα και το φυσικό αέριο, προσμέτρηση των ηλιακών συλλεκτών στο ύψος της οικοδομής κλπ.).
    Με κατάλληλη ενίσχυση, η εγκατεστημένη ισχύς των θερμικών ηλιακών χαμηλής θερμοκρασίας στη χώρα μπορεί (και πρέπει) να υπερδιπλασιασθεί.
  • «Οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας στην Ελλάδα και προοπτικές ανάπτυξης», Κώστας Κωνσταντίνου, Δρ. Μηχανολόγος Μηχανικός, Τεχνικός Υπεύθυνος Περιφερειακού Ενεργειακού Κέντρου Κ. Μακεδονίας
    Μορφές Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας: Αιολική, Ηλιακή (Ενεργά ηλιακά συστήματα, Φωτοβολταϊκά συστήματα), Γεωθερμία, Μικρά Υδροηλεκτρικά, Βιομάζα.
    Υφιστάμενη κατάσταση στην Ελλάδα: Ετήσια κατανάλωση ενέργειας: 57.8 TWh (δισ. kWh), Εγκατεστημένη ισχύς: 12.500 MW (ΔΕΗ) και 1.400 ΜW (άλλοι)
    Ενδεικτικός Στόχος για την Ελλάδα: Παραγωγή Ηλεκτρικής Ενέργειας από ΑΠΕ σε ποσοστό 20,10% της ακαθάριστης κατανάλωσης κατά το έτος 2010.
    Νέος Ν. 3468/2006 (Τροποποίηση των Ν. 2773/1999 & 3175/2003) “Παραγωγή Ηλεκτρικής Ενέργειας από Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας και ΣΗΘ Υψηλής απόδοσης και λοιπές διατάξεις ” (ΦΕΚ ΑΆ 129 / 27.06.2006). Σκοπός είναι η μεταφορά της Οδηγίας 2001/77/ΕΚ στο ελληνικό δίκαιο και η προώθηση κατά προτεραιότητα της ενέργειας από ΑΠΕ και ΣΗΘΥΑ στην εσωτερική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας.
    Στόχοι του Νέου Θεσμικού Πλαισίου ΑΠΕ:
    - Μείωση της γραφειοκρατίας – ελαχιστοποίηση χρόνου έκδοσης άδειας εγκατάστασης – προκαθορισμός ηλεκτρικού χώρου
    - Κοινωνική συναίνεση μέσω του ανταποδοτικού τέλους και της συμμετοχής των τοπικών κοινωνιών στα έργα (εταιρίες λαϊκής βάσης)
    - Προώθηση νέων τεχνολογιών και Φ/Β
    - Θεσμοθέτηση εγγυήσεων προέλευσης
    - Ασφάλεια δικαίου για τους επενδυτές
    Με τον Ν. 3426/2005 επιδιώκεται:
    - Αναβάθμιση του ρόλου της ΡΑΕ
    - ¶δειες Συμβατικής Παραγωγής στα Νησιά χωρίς διαδικασία διαγωνισμού
    - Προδιαγράφεται πληρέστερα το περιεχόμενο των κωδίκων
    - Λειτουργικός Διαχωρισμός της ΔΕΗ Α.Ε. για Μεταφορά – Διανομή & Διαχείριση Μη Διασυνδεδεμένων Νησιών
    - Χορήγηση άδειας προμήθειας χωρίς υποχρέωση παροχής εγγυήσεων εξασφάλισης διαθεσιμότητας ισχύος.
  • «Τα βιοκαύσιμα στην ελληνική αγορά», Νίκος Ζαχαριάδης, Χημικός Μηχανικός, Δ/ντής Τεχνικών Υπηρεσιών της Ελληνικά Πετρέλαια ΑΕ, Αντιπρόεδρος Πανελληνίου Συλλόγου Χημικών Μηχανικών ΠΤΚΔΜ
    Η διείσδυση των βιοκαυσίμων στην Ελληνική αγορά ακολουθεί την αυξητική τάση που έχει αποφασίσει η Ευρωπαϊκή Ένωση και η οποία γίνεται προσεκτικά ώστε να ελαχιστοποιηθούν πιθανές αρνητικές συνέπειες.
    Η αύξηση της συγκέντρωσης μεθυλεστέρων λιπαρών οξέων στο βιοντίζελ και αιθανόλης στη βιοαιθανόλη επιδρά σε ορισμένες προδιαγραφές που γίνονται πλέον οριακές για τους υφιστάμενους κινητήρες. Η επίδραση αυτή καθυστερεί την επικράτηση των βιοκαυσίμων μέχρι να γίνουν οι απαραίτητες προσαρμογές στις προδιαγραφές των καυσίμων και στην κατασκευή των κινητήρων.
    Οι δράσεις αυτές έχουν κόστος αλλά η Ευρωπαϊκή Ένωση σταθμίζει ότι τα περιβαλλοντικά οφέλη είναι τόσο πολλά που θα πρέπει να γίνουν όλες οι απαραίτητες προσαρμογές σε ότι χρειαστεί ώστε το 2020 το 20% του ενεργειακού ισοζυγίου να καλύπτεται από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας.
    Οι αποφάσεις που λαμβάνονται επηρεάζουν καθοριστικά την ανάπτυξη της Ελληνικής οικονομίας είτε λόγω της δημιουργίας ή προσαρμογής παραγωγικών μονάδων είτε λόγω αλλαγών στην αγροτική οικονομία.
  • «Το φυσικό αέριο στην Ελλάδα», Σπύρος Παλαιογιάννης, Χημικός ΜΒΑ, Αντιπρόεδρος Ινστιτούτου Ενέργειας Νοτιοανατολικής Ευρώπης
    Οι πετρελαϊκές κρίσεις της δεκαετίας του 1970 είχαν ως αποτέλεσμα να υπάρξει μια μαζική στροφή προς το φυσικό αέριο, σε μια προσπάθεια των χωρών να περιορίσουν τις επιπτώσεις από την υψηλή εξάρτηση των οικονομιών τους από το πετρέλαιο.
    Στις δεκαετίες που ακολούθησαν, η βιομηχανία του φυσικού αερίου στην Ευρώπη και διεθνώς γνώρισε μια τρομακτική ανάπτυξη και το μερίδιο του αερίου προσεγγίζει πλέον στις μέρες μας το 25% της πρωτογενούς κατανάλωσης ενέργειας.
    Η χώρα μας αν και έλαβε με κάποια καθυστέρηση την απόφαση να εντάξει το φυσικό αέριο στο ενεργειακό της ισοζύγιο, σήμερα όχι μόνον επιδιώκει να καλύψει μΆ αυτό ένα σημαντικό μέρος των ενεργειακών της αναγκών, αλλά φιλοδοξεί να παίξει και έναν αναβαθμισμένο ρόλο στα ενεργειακά πράγματα της ΝΑ Ευρώπης και στην διαμετακόμιση αερίου.
    Δέκα χρόνια μετά την έναρξη των πρώτων παραλαβών αερίου στη χώρα μας, το σύστημα έχει πλέον αναπτυχθεί στο μεγαλύτερο μέρος της ηπειρωτικής Ελλάδας και το φυσικό αέριο χρησιμοποιείται για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας, σε βιομηχανικές και χημικές χρήσεις, στη κίνηση οχημάτων καθώς και σε διάφορες χρήσεις του αστικού τομέα.
    Αν και οι προοπτικές για περαιτέρω ανάπτυξη της εγχώριας αγοράς φυσικού αερίου κρίνονται σε γενικές γραμμές θετικές, εντούτοις υπάρχουν ορισμένοι παράγοντες, που ενδέχεται να επηρεάσουν αρνητικά τη μελλοντική ζήτηση του αερίου.
    Τέτοιοι παράγοντες είναι οι γεωπολιτικές αβεβαιότητες που δημιουργούν ανησυχίες για την ασφάλεια εφοδιασμού, οι εντεινόμενες ανησυχίες για την κλιματική αλλαγή, η πορεία της απελευθέρωσης των αγορών ενέργειας και η μείωση της ανταγωνιστικότητας της τιμής του φυσικού αερίου (λόγω της σύνδεσής της με τις τιμές του πετρελαίου).
    Σε κάθε όμως περίπτωση, στα επόμενα 10-15 χρόνια, το φυσικό αέριο αναμένεται να εξακολουθήσει να παίζει σημαντικό ρόλο στις προσπάθειες των ευρωπαϊκών χωρών για βελτίωση της ενεργειακής αποδοτικότητας και την αντιμετώπιση των επιπτώσεων από την κλιματική αλλαγή.
  • «Περιβαλλοντικές επιπτώσεις της χρήσης βιοκαυσίμων και φυσικού αερίου στα οχήματα», Κώστας Νικολάου, Δρ. Χημικός Περιβαλλοντολόγος, ΟΡΘ, Αν. Καθηγητής ΑΠΘ (ΠΔ407/80), Αντιπρόεδρος της ΕΕΧ-ΠΤΚΔΜ
    Τα οχήματα είναι κυρίως υπεύθυνα (πάνω από 60%) για το μεγαλύτερο πρόβλημα των Ελληνικών πόλεων, που είναι η συγκέντρωση των αιωρουμένων σωματιδίων (1,5 έως 2 φορές πάνω από τα υφιστάμενα όρια και 3 έως 4 φορές πάνω από τα όρια του 2010). Επίσης, είναι υπεύθυνα και για το δεύτερο πρόβλημα των Ελληνικών πόλεων, που είναι το φωτοχημικό νέφος λόγω των οξειδίων του αζώτου και του όζοντος, τα οποία υπερβαίνουν τα όρια και έχουν διαχρονικές αυξητικές τάσεις.
    Με την εφαρμογή του βιοντίζελ όσον αφορά τα βαρέα οχήματα, τα δεδομένα δείχνουν ότι θα μειωθούν οι εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα, με βάση την ανάλυση κύκλου ζωής. Στα αιωρούμενα σωματίδια θα έχουμε μία ελαφρά μείωση. Αντίθετα αναμένεται μία μικρή αύξηση στα οξείδια του αζώτου.
    Επειδή καθυστερεί η χρήση βιοκαυσίμων στα βενζινοκίνητα οχήματα, μπορεί να καλυφθεί ο στόχος του 5,75% για το 2010 (που αφορά όλα τα οχήματα) με αντίστοιχη αύξηση του ποσοστού χρήσης biodiesel στα πετρελαιοκίνητα οχήματα (αύξηση δηλ. του σημερινού 2%).
    Επειδή η χρήση biodiesel οδηγεί κυρίως σε μείωση των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα και όχι τόσο των άλλων ρύπων, προτείνεται η προώθηση χρήσης biodiesel στα πετρελαιοκίνητα οχήματα (κυρίως φορτηγά), που εκτελούν κατά κύριο λόγο υπεραστικές, εθνικές και διεθνείς μεταφορές, δηλαδή, προτείνεται κυρίως η χρήση του εκτός πόλεων με στόχο την εκπλήρωση των σχετικών εθνικών υποχρεώσεων.
    Παράλληλα, προτείνεται η χρήση φυσικού αερίου στα πετρελαιοκίνητα οχήματα (κυρίως λεωφορεία, Taxi, δημόσια και δημοτικά οχήματα, σχολικά οχήματα), που πραγματοποιούν κατά κύριο λόγο αστικές μετακινήσεις. Η χρήση φυσικού αερίου οδηγεί ιδιαίτερα σε μείωση των εκπομπών σωματιδίων, που αποτελεί το υπ΄ αριθμόν ένα πρόβλημα των ελληνικών πόλεων. Γι΄ αυτό προτείνεται κυρίως η χρήση του εντός πόλεων με στόχο την εκπλήρωση των σχετικών προδιαγραφών ποιότητας αέρα.
  • «Έρευνα για τα βιοκαύσιμα δεύτερης γενιάς», Κώστας Τριανταφυλλίδης, Λέκτορας Τμ. Χημείας ΑΠΘ και συνεργαζόμενος ερευνητής ΙΤΧΗΔ / ΕΚΕΤΑ
    Η αυξανόμενη ρύπανση του περιβάλλοντος από τη χρήση των ορυκτών καυσίμων στον τομέα των μεταφορών, η διαφαινόμενη έλλειψη σε αποθέματα αργού πετρελαίου και οι σημαντικές οικονομικές επιπτώσεις στις χώρες που εισάγουν αργό πετρέλαιο από την ευμετάβλητη κατάσταση στις διεθνείς αγορές πετρελαίου, ήταν οι κύριοι λόγοι που οδήγησαν την Ευρωπαϊκή Ένωση να προωθήσει την παραγωγή και χρήση των βιοκαυσίμων (Κοινοτική Οδηγία 2003/30/ΕΚ). Ως βιοκαύσιμα θεωρούνται κάθε υγρό ή αέριο καύσιμο το οποίο παράγεται από βιομάζα, όπου βιομάζα είναι το βιοαποικοδομήσιμο κλάσμα προϊόντων, αποβλήτων και καταλοίπων από γεωργικές, δασοκομικές και συναφείς βιομηχανικές δραστηριότητες, καθώς και από αστικά απόβλητα. Σύμφωνα με την παραπάνω κοινοτική οδηγία θα πρέπει τα κράτη μέλη έως το τέλος του 2010 να διασφαλίσουν μια ελάχιστη αναλογία βιοκαυσίμων ίση με 5.75% επί του συνόλου της βενζίνης και του πετρελαίου ντίζελ που χρησιμοποιούνται στις μεταφορές.
    Τα πρώτα βιοκαύσιμα (βιοκαύσιμα 1ης γενιάς) τα οποία εφαρμόστηκαν σε διαφορετικό βαθμό στις χώρες μέλη αλλά και διεθνώς, ήταν το βιοντίζελ (μεθυλεστέρες λιπαρών οξέων, προερχόμενο από φυτικά έλαια ή ζωικά λίπη) και η βιοαιθανόλη (προερχόμενη από απλά σάκχαρα και αμυλούχες ουσίες). Παρότι τα βιοκαύσιμα ήταν εφάμιλλα των συμβατικών καυσίμων από πλευράς ιδιοτήτων και απόδοσης στις μεταφορές, σταδιακά αναπτύχθηκε κριτική αξιολόγησή τους σε σχέση με την επίδραση της προώθησης των απαιτούμενων ενεργειακών καλλιεργειών στη γεωργία και τη βιοποικιλότητα, και γενικότερα τη ορθολογική χρήση των γαιών τόσο σε επίπεδο κρατών μελών όσο και σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Πρόσφατα, η έρευνα και ανάπτυξη προσανατολίζεται στην παραγωγή βιοκαυσίμων 2ης γενιάς, τα οποία προέρχονται από λιγνοκυτταρινούχες πρώτες ύλες, όπως ξυλεία, αγροτικά και δασικά προϊόντα/υπολείμματα, καθώς και αστικά οργανικά υπολείμματα. Μελετάται η ανάπτυξη νέων βιοχημικών (ενζυματική υδρόλυση βιομάζας και ζύμωση παραγομένων σακχάρων προς παραγωγή βιοαιθανόλης) ή/και θερμοχημικών διεργασιών (πυρόλυση προς παραγωγή βιο-ελαίου, εξαερίωση προς παραγωγή αερίου σύνθεσης σε συνδυασμό με τη καταλυτική διεργασία Fischer-Tropsch προς παραγωγή βιο- ντίζελ και βενζίνης), μέσω των οποίων φυτικά παραπροϊόντα και υπολείμματα ανθρωπίνων/βιομηχανικών δραστηριοτήτων θα αξιοποιηθούν για την παραγωγή φιλικών προς το περιβάλλον καυσίμων.

Επιμέλεια: Κώστας Νικολάου

Ακολουθήστε μας
  • ΔΕΛΤΙΑ ΤΥΠΟΥ
  • ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΕΣ

ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΕΚΔΗΛΩΣΕΩΝ

« Δεκέμβριος 2024 »
Δευ Τρί Τετ Πέμ Παρ Σάβ Κυρ
            1
2 3 4 5 6 7 8
9 10 11 12 13 14 15
16 17 18 19 20 21 22
23 24 25 26 27 28 29
30 31